dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
διεθνής ανταγωνισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
internationale Wettbewerb
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διεθνής ανταγωνισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
internationaler Wettbewerb
Ⓦ
Ⓖ
…